«Στην Κηφισιά, σ’ ένα σταυροδρόμι ισκιωμένο από μεγάλα πεύκα που γέρνουν πάνω σε ροδοδάφνες, γωνία Κεφαλληνίας και Δαγκλή, βρίσκεται μια βίλα διώροφη, σταχτιά, με παράθυρα βυζαντινού ρυθμού, μέσα σε κήπο. Η όψη της, παλαιική, δεν έχει τίποτα το αξιοπρόσεχτο· τίποτ’ άλλο από μιαν αρχοντιά λιγάκι κουρασμένη. Η πόρτα του κήπου, σιδερένια, δίφυλλη, βρίσκεται σε κοφτή γωνία και βγάζει στο σταυροδρόμι....
Εκεί, στις τρεις παρά δέκα το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, μέσα στη νύχτα, ήρθε και σταμάτησε ένα αυτοκίνητο του Διπλωματικού Σώματος. Ο σκοπός χωροφύλακας ξέκρινε μέσα τρεις άντρες.
Ο ένας τους βγήκε, του μίλησε ελληνικά, εξήγησε πως ο πρεσβευτής της Ιταλίας ζητάει να ιδεί τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως. Έχει να του κάνει, λέει, μιαν υπερεπείγουσα ανακοίνωση. Ο σκοπός χτύπησε το ηλεκτρικό κουδούνι της σκοπιάς του, να ειδοποιήσει το σπίτι. Κοιμόνταν όλοι. Στη βαθιά γαλήνη της νύχτας, μακριά κάπου, ακουγότανε να γαυγίζει ένα σκυλί.
Ο ακόλουθος που ξύπνησε πρώτος και πήγε να ειδοποιήσει τον Ιωάννη Μεταξά, δεν είχε ξεχωρίσει στο σκοτάδι τα χρώματα της σημαίας του αυτοκινήτου. Είχε κι αυτή λουρίδες κάθετες, λοιπόν τη νόμισε γαλλική. Είπε στον πρωθυπουργό πως τον ζητάει ο πρεσβευτής της Γαλλίας. Απορημένος ο Μεταξάς για το ασυνήθιστο της ώρας, πέρασε πάνω στο βαμπακερό νυχτικό του ένα βεστόνι σκούρο, κατέβηκε στον κήπο και πήγε να κοιτάξει από την πλαϊνή πόρτα, της οδού Κεφαλληνίας. Τότε αναγνώρισε τον Γκράτσι. Κατάλαβε. Η ώρα είχε σημάνει στο ρολόι της Ιστορίας.
Ο Γκράτσι, όταν ήτανε να ξεκινήσουν από την Αθήνα, για να μην προκαλέσει την προσοχή έστω και σε ώρα τόσο προχωρημένη, είχε σκεφτεί να μην πάρουν το μεγάλο, πρεσβευτικό αυτοκίνητο. Είχε διαλέξει το λιγότερο θεαματικό του Στρατιωτικού Ακολούθου. Οδηγούσε ο ίδιος ο Ακόλουθος, με πλάι του το διερμηνέα της Πρεσβείας, τον Ντεσάντο, έναν Αλβανό από χρόνια εγκατεστημένο στην Αθήνα, χρήσιμο για τη συνεννόηση με το σκοπό. Ο Μεταξάς έδωσε το χέρι του στον Γκράτσι και είπε στο χωροφύλακα ν’ αφήσει ελεύθερη τη διάβαση. Ο Στρατιωτικός Ακόλουθος με το διερμηνέα έμειναν στο δρόμο, ο πρωθυπουργός με τον πρεσβευτή πέρασαν την πόρτα της υπηρεσίας κι ανέβηκαν στο σπίτι. Μπήκανε σ’ ένα σαλονάκι με πολύ απλή επίπλωση, στο πρώτο πάτωμα, κάθισαν. Δίχως άλλο προοίμιο, ο Γκράτσι δήλωνε, μιλώντας γαλλικά, πως η κυβέρνησή του τον έχει επιφορτίσει να επιδώσει μιαν επείγουσα ανακοίνωση.
Έδωσε το τελεσίγραφο. (…..) Το κείμενο ήταν μακρύ. Αναμασούσε τις γνωστές, ασύστατες αιτιάσεις: Ελληνικές παραχωρήσεις προς τον αγγλικό στόλο, συνεργασία μαζί του, εχθρικές πράξεις κατά της Ιταλίας, καταπιέσεις των Αλβανών της Τσαμουριάς, ό,τι μπόρεσε να στρατολογήσει από το απόθεμα της χαμηλής φαντασίας του ο Τσιάνο, ο συντάκτης του κειμένου. Απαιτούσε να μπούνε στην Ελλάδα τα ιταλικά στρατεύματα και να καταλάβουν στρατηγικά σημεία, για να διασφαλίσουν την ουδετερότητά της. Αν συναντήσουν αντίσταση, η αντίδραση αυτή “θα καμφθεί διά όπλων”.
Ο Γκράτσι στο βιβλίο του, το γραμμένο είν’ αλήθεια μ’ έντονο -αν και καθυστερημένο- αίσθημα ντροπής για τη συμπεριφορά των ανθρώπων που κυβερνούσαν τότε τη χώρα του, λέει πως τα χέρια του Μεταξά, καθώς κρατούσαν το τελεσίγραφο, ελαφρότρεμαν συγκινημένα και τα μάτια του, πίσω από τα γυαλιά, ήταν υγρά. Αυτό -εξηγεί ο Γκράτσι- συνέβαινε πάντα στο Μεταξά όταν ήτανε συγκινημένος. Η στιγμή, πραγματικά, ήταν δραματική κι επίσημη. Το βάρος της ευθύνης απέναντι στην Ιστορία, στο έθνος, στις παραδόσεις του, θα μπορούσε να λυγίσει πολύ στιβαρούς ώμους. Ας ειπωθεί προς τιμήν του Μεταξά ότι δεν λύγισε τους δικούς του. Είναι ολοφάνερο πως μέσα στη συνείδησή του μιλούσε εκείνη την ώρα κάτι πέρα από την πρακτική φρόνηση και τον πολιτικό ρεαλισμό. Μέσα στη νύχτα, στο σαλονάκι αυτό όπου βρισκόταν μόνος του υπόλογος απέναντι στην Ελλάδα, εντολοδόχος της, ο Μεταξάς άκουσε μέσα στο αίμα του τη βαθιά φωνή της εθνικής ψυχής. Όταν αποδιάβασε το κείμενο, σήκωσε τα μάτια του, κοίταξε καλά τον πρεσβευτή και με φωνή συγκινημένη αλλά στέρεα, είπε:
-Alors, c’ est la guerre. Ώστε, λοιπόν, πόλεμος...».
Με αυτόν τον γλαφυρό τρόπο περιγράφει ο ακαδημαϊκός και συγγραφέας Άγγελος Τερζάκης στο έργο του «Ελληνική Εποποιία, 194-1941» που εκδόθηκε το 1980 από το ΓΕΣ τις δραματικές στιγμές που οδήγησαν στο περήφανο «Όχι» που γιορτάζουμε σήμερα. Αμέσως μετά την αποχώρηση του Γκράτσι, ο Ιωάννης Μεταξάς τηλεφώνησε και ξύπνησε τον Βασιλιά Γεώργιο και ενημέρωσε τους αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων αλλά και τον πρέσβη της Βρετανίας. Μία ώρα μετά βρίσκονταν στο κέντρο της Αθήνας και στις 5.30 ξεκινούσε έκτακτο Υπουργικό Συμβούλιο, παρόντος του Βασιλιά Γεωργίου και του διαδόχου του Παύλου, όπου επιβεβαιώνονταν ότι η χώρα έμπαινε σε εμπόλεμη κατάσταση. Ακολούθως υπέγραψε τα διατάγματα για την επιστράτευση σε όλη την Επικράτεια. H Eλλάδα είχε μόλις εισέλθει στον Πόλεμο, μια μέρα σαν και τη σημερινή, ακριβώς 70 χρόνια πριν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου